- κλινοκεφαλία
- ηιατρ. μορφολογική ανωμαλία τού θόλου τού κρανίου, το οποίο παρουσιάζει εγκάρσιο εφιππιοειδές εντύπωμα λόγω πρόωρης συνοστέωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinocephalie < clin(o)- (πρβλ. κλιν[ο]- < κλίνω) + -cephalie (< -κεφαλία < -κέφαλος < κεφαλή)].
Dictionary of Greek. 2013.